Δεν πέρασαν ούτε ένα ούτε δύο χρόνια έγγαμου βίου. Κοντά, δέκα χρόνια πέρασαν.
Κι από βάσανα και φουρτούνες άλλο καλό, κάθε μέρα όλο και κάτι προέκυπτε. Στην αρχή βέβαια τη συμβίωσή τους την έκαναν πιο “εύγευστη” τα γαμήλια μέλια, που απάλυναν κάπως τα μεταξύ τους προβλήματα και τα παραδοσιακά με τα πεθερικά. Δεν είναι εύκολο να αποδεχθείς τις συνήθειες ενός άλλου σογιού, που κάνει χίλια δυο τερτίπια για να φανεί ανώτερο και να σε αφομοιώσει. Και μ’ έναν άντρα δίπλα σου, που κάθε μέρα σκέφτεται πως καιρός είναι να ξεκολλήσει από την υπερπροστατευτική αγκαλιά της μάνας του, αλλά επειδή φοβάται μήπως κρυώσει το αφήνει για μεθαύριο.
Έπειτα ήρθαν τα παιδιά. Και τα παιδιά σε μας, τις περισσότερες ώρες τα κρατούν οι γιαγιάδες. Φυσικά είναι γυναίκες κάποιας ηλικίας με μυοσκελετικές αγκυλώσεις και νοοτροπία -τουλάχιστον- τριάντα χρόνια πίσω, σε βασικούς τομείς. Κι ενώ έβγαλαν εδώ και δεκαετίες τα χωριάτικα ρούχα, έβαψαν τα μαλλιά, έχουν φούρνο μικροκυμάτων και κινητό τηλέφωνο οι περισσότερες, προτιμούν από τους πολυπληθείς μαγείρους που έχει η τηλεόραση, τον τυφλοσούρτη των συνταγών της Βέφας Αλεξιάδου φορώντας στους καρπούς τους τα κουδουνιστά βραχιόλια που τις έκαναν δώρο στο γάμο τους.
Μπαίνουν, λοιπόν, στην κουζίνα- που συνήθως έχει κι έναν καναπέ, για να ξεκουράζονται- και σηκώνουν το κεφάλι από την κατσαρόλα, για να δουν μόνο λίγη τηλεόραση.
Κι εκεί τις περιμένει όλες- μικρές, μεγάλες- το απόλυτο όνειρο, η Μενεγάκη. Που την θέλουν όλοι οι άντρες γιατί είναι ερωτική, όμορφη και ξέρει να κάνει τη χαζή όταν εκείνοι το χρειάζονται.
Την αποδέχονται, βέβαια, και οι γυναίκες γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να τους πάρει τον άντρα- όλο και κάποιον έχει δίπλα της για να της κάνει παιδιά- και τις δείχνει πεντακάθαρα πως πρέπει να είναι μια πετυχημένη γυναίκα.
Από τη μια μεριά δοκιμάζει το παστίτσιο κι από την άλλη έχει τον Κουτσογιαννόπουλο να της κάνει αισθητική ανάλυση του “Αστακού” του Λάνθιμου, ο οποίος μειδιά με περισσή ικανοποίηση επειδή ο αστακός που τους προτείνει δεν τρώγεται και φυσικά ούτε παχαίνει.
Ο δικός της ο άντρας, λοιπόν, παλαιότερα ανήκε στο ΠΑΣΟΚ. Και το ΠΑΣΟΚ αγωνιζόταν τότε να σώσει την Ελλάδα. Να την σώσει από το έρεβος που χάσκει, πάντα, από κάτω της.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, συνορεύει πιο πολύ με τη θάλασσα παρά με τη στεριά. Γι’ αυτό δεν είναι πολύ στέρεη, είναι σα να “κυματίζει” κι αυτή, καθώς διάφορες ιδέες και τάσεις διαπερνούν την ραχοκοκκαλιά της.
Το δε ΠΑΣΟΚ έλεγε ότι ήταν αριστερό κόμμα. Και η αριστεροσύνη έχει μια ποικιλία επιφανειακών και εν τω βάθει χαρακτηριστικών.
Επομένως ο καθένας διαλέγει αυτά που ταιριάζουν στον εγκεφαλικό του τύπο και στον σωματότυπό του.
Αν έχεις μόνο ευρύ στέρνο σου ταιριάζει το ζιβάγκο. Αν, όμως έχεις και χοντρή κοιλιά δεν σου ταιριάζει και πολύ, γιατί είσαι σαν φασκιωμένο σακί με πατάτες. Αντίστοιχα, αν είσαι γεωργός, προσπαθείς να εξασφαλίσεις μια γενναία επιδότηση, ενώ αν είσαι κάπου στο πανεπιστήμιο οι ομοϊδεάτες σου, που χειρίζονται τα ανάλογα κονδύλια, βρίσκουν τον τρόπο να σε επιχορηγήσουν.
Γιατί όλα τα θεωρητικά συστήματα διακυβέρνησης φτιάχτηκαν από ανθρώπους και αφορούν ανθρώπους, άσχετα που μερικοί διατείνονται ότι δεν έχουν σημασία τα πρόσωπα αλλά οι ιδέες. Σαν αυτές να ζούσαν, παλαιόθεν– από τον καιρό του Πλάτωνα ακόμα- σ‘ έναν ιδεατό κόσμο μοναχές τους και μας κάνουν παρέα όταν και όσο τις χρειαζόμαστε μόνο. Ένα άλλο θέμα επίσης είναι πώς κάποιος επιλέγει, προκειμένου να γίνει καθαρός αριστερός ή δεξιός, να εισχωρούν στο κεφάλι του- παιδιόθεν- αποκλειστικά εκείνα τα μηνύματα που έχουν το ανάλογο περιεχόμενο και πως- βέβαια- απαγορεύει την είσοδο σε όλα τα άλλα, ώστε να μη δημιουργηθούν πνευματικές επιμολύνσεις.
Επειδή, λοιπόν, υπάρχει έλλειψη επιστημονικών μεθόδων να διασφαλιστούν όλα τα ανωτέρω και οι άνθρωποι στους οποίους αναφέρθηκα αποτελούσαν ένα μείγμα επηρεασμών από διάφορα κέντρα σκέψης, που επιθυμούν να μας εκπολιτίσουν περαιτέρω ή και να μας επαναφέρουν στην παλαιά ζωώδη κατάσταση της απόλυτης ταύτισης με την αρχέγονη φύση.
Πιθανολογικά θα αναφέρω ότι ο σύζυγος, λόγου χάρη, προσαρμόστηκε σταδιακά σε έναν ανθρώπινο τύπο που έδειχνε κάποιον ορθολογισμό κατά 10\100- μια απροσδιόριστου τύπου θεοσέβεια κατά 30\100- φασιστικής πρακτικής αντιλήψεις κατά 25\100 για να επιβάλλεται στις γυναίκες, στους πιο αδύναμους και να περιφρουρεί το Εγώ του- ένα 25\100 επίσης δημοκρατικές αντιδράσεις που οφείλονταν εν πολλοίς στην παιδεία του- ενώ το υπόλοιπο ποσοστό καλύπτονταν από παραδοσιακά θεμελιωμένες προκαταλήψεις ή από αντιδράσεις της στιγμής που είχαν σχέση με το εκάστοτε προσωπικό του συμφέρον.
Αντίστοιχα η γυναίκα του ανέβαινε πιο γρήγορα, καθώς περνούσαν τα χρόνια, την κλίμακα των “αντιδράσεων της στιγμής” χωρίς κανένα ιδιαίτερο σκεπτικό, γιατί ένοιωθε ότι κινείται σε ένα περιβάλλον που δεν της άφηνε πολλά περιθώρια να διαφοροποιηθεί ή να το επηρεάσει.
Διαφαίνονταν, δηλαδή, να συντελείται μια σταδιακή εξομοίωση και των δύο με τα κοινωνικά πρότυπα που τους περιέβαλαν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Και οι ζωές τους απέκλιναν μεταξύ τους ολοένα και περισσότερο, καθώς η απογοήτευση, καθημερινά, αντικαθιστούσε την ικανοποίηση σε μεγάλο βαθμό. Εξέλιξη, λοιπόν, του συνόλου που είχαν δημιουργήσει σταμάτησε να υπάρχει, καθώς η ορμή που τους ένωσε σιγά-σιγά εξανεμίστηκε.
Τότε προέκυψε ο ντελιβεράς. Ήταν το παιδί που έφερνε κάποια τρόφιμα στο σπίτι. Φυσικά και τα πλήρωνε εκείνη, αλλά έκανε τον κόπο να της τα φέρνει μέχρι την πόρτα της. Και χωρίς γκρίνια, όπως ο άντρας της. Της χτυπούσε, λοιπόν, το κουδούνι κι όταν του άνοιγε έβλεπε το χαμογελαστό του πρόσωπο, άκουγε τη φωνή του να την χαιρετά, μέχρι που της έγινε μια ευχάριστη συνήθεια. Ήταν, βέβαια, αρκετά μικρότερός της και πιθανόν άπειρος. Αλλά σε τί πείραζε αυτό; για άντρα αυτή τον λογάριαζε, άντρα πρόθυμο, ευχάριστο, απλό, που δεν την ένωνε μαζί του τίποτα προβληματικό. Και αναστολές δεν είχε πια, και γιατί άλλωστε. Η ζωή με τον δικό της είχε γίνει μια διαρκής ματαίωση. Τόσα χρόνια την είχε τρελάνει στις υποσχέσεις και στα θα και θα. Κι όταν τολμούσε να του κάνει κάποια κριτική την αντιμετώπιζε με τέτοια απαξίωση σα να ήταν αυτή, και μόνο αυτή, που είχε οδηγήσει τα πράγματα σ’ αυτό το τέλμα. Δεν την έπειθε πια. Τον είχε δει επανειλημμένα στα καλά να είναι μοναχοφάης και τα άσχημα να της τα φορτώνει στην πλάτη. Και το μοιραίο συνετελέσθη. Γιατί, όπως ξέρουμε όλοι, μοιραίο συνήθως είναι αυτό που σκεφτόμαστε και ετοιμάζουμε στο μυαλό μας από καιρό.
Και άρχισε, λοιπόν, ένα άλλο ταξίδι η καλή μας η κυρία που της έδινε προς το παρόν δύο ευχαριστήσεις. Η μία ότι έπαιρνε το αίμα της πίσω, μετά τόσες υποτιμήσεις, και η δεύτερη ήταν ότι προς το παρόν, κατά το κοινώς λεγόμενο, περνούσε κάπως καλλίτερα. Ο νεαρός της αναπτέρωνε το ηθικό.
Τι θα προέκυπτε όμως από δω και πέρα; Ο καιρός μπροστά μας είναι…. λογικά, προοπτικές δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλές, αλλά έκανε η γυναίκα μια αλλαγή.
Ή μήπως υπάρχουν και δεν το βλέπουμε ακόμα;
Και στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο η κατάσταση έμοιαζε μ’ αυτήν του ζευγαριού. Η μία ζωή επηρεάζει την άλλη. Από πού αρχίζει ο επηρεασμός; μάλλον από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο μέγεθος, όπως γίνεται και στη φυσική διαδρομή μας για να περάσει η ζωή από το ένα κύτταρο στον πολύπλοκο οργανισμό.
Την νοοτροπία μας κουβαλάμε από το σπίτι ως το μεγάλο καφενείο που είναι η βουλή.
Και αριστερο-δεξιά κόμματα είχαν καθίσει πολλά στα έδρανά της, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Με μπερδεμένες αντιλήψεις τα περισσότερα.
Υπήρχαν κομματικοί σχηματισμοί που, ενώ ονομάζονταν προοδευτικοί, μισούσαν την τεχνολογία και οποιαδήποτε αλλαγή που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις διεθνώς εξελιγμένες πρακτικές. Όπως επίσης είχαμε και και πατριωτικά κόμματα που πουλούσαν την εθνολατρεία τους, αλίμονο, όχι για ένα πιάτο φακή μόνο. Φυσικά υπήρχαν και κάποια άλλα, απλώς για να μην είναι άδεια η βουλή και να τρώνε κάποιοι ακόμα κάτι τις από τον κρατικό κορβανά, όπως συνηθίζεται και στις υπόλοιπες υπηρεσίες του δημοσίου.
Και η πιο απλή εξήγηση για όσα άσχημα συνέβαιναν ήταν ότι οι προηγούμενοι τρόποι διακυβέρνησης είχαν φθαρεί υπερβολικά και χρειαζόμασταν μια ανανέωση, να αφήσουμε το παλιό πίσω μας και να μπει φρέσκος, καθαρός αέρας στο δωμάτιο.
Ο αέρας, λοιπόν, μπήκε στο δωμάτιο. Τρεις φορές ανοίξαμε πόρτες και παράθυρα με τρεις εκλογικές αναμετρήσεις.
Οι ρύποι, όμως, είναι κολλημένοι στους τοίχους, στα ταβάνια, στα έπιπλα, επάνω σε μας τους ίδιους και δεν είναι εύκολο να καθαρίσει ο χώρος.
Έπειτα την απορρύπανση την αναθέσαμε στα παιδιά μας που έχουν τα ίδια υψηλά ιδανικά μ’ εμάς. Βέβαια μια μικρή αλλαγή φαίνεται ότι συντελείται.
Επανήλθαν τα σπασμένα πιάτα στις αθηναϊκές πίστες μαζί με τα τσιφτετέλια και τα ζεϊμπέκικα. Κάτι είναι κι αυτό.
Κι ο ντελιβεράς συνεχίζει, κάπου-κάπου, να της πηγαίνει τα ψώνια στο σπίτι.
Αλέξη τον λένε. Απ’ ότι φαίνεται κάτι θα του βρίσκει για να διατηρείται, ακόμα, αυτή η σχέση.
ความคิดเห็น