top of page
  • Εικόνα συγγραφέαΟυρανία

Άρτεμις

(επειδή υπάρχουν και τα παιδιά)

Έσκυψα πίσω από τον καναπέ, εκεί που πέφτουν διάφορα πράγματα. Είναι εύκολο να γλιστρήσει ό,τι ακουμπήσεις επάνω, γιατί η πλάτη του είναι ψηλή κι απότομη. Ελάχιστα πιο χαμηλή από μένα, ίσα που την προσπερνά το κεφάλι μου όταν κρατιέμαι απ’ αυτήν και στέκομαι όρθια, καθότι είμαι εννέα μηνών- βήματα ακόμα δεν έμαθα να κάνω.

Κάθε μέρα πέφτουνε πράγματα από κεί, όμως για έναν περίεργο λόγο όλοι το ξεχνούν και τα ξαναβάζουν σ‘ αυτή την θέση. Βλέπω το χτενάκι της μαμάς μου, μια πάνινη κούκλα και ένα κοκκινωπό πραγματάκι σαν καπάκι από αναψυκτικό.

Γύρισα, λοιπόν, βιαστικά από την άλλη μεριά, δεν μπόρεσα να σταθώ, κι έπεσα πάνω στο χαλί. Καθόλου δεν πόνεσα, φαίνεται ότι έχω αντοχές. Σύρθηκα μέχρις εκεί που υπάρχει ένα άνοιγμα ανάμεσα από τη βάση του καναπέ και το πόδι της καρέκλας που είναι δίπλα στο ογκώδες τραπέζι.

Σ΄αυτό το σημείο ήταν όλα μισοφωτισμένα. Άπλωσα το χέρι μου στο σκοτεινό άνοιγμα. Κάτι ένοιωσα να με ρουφά, χωρίς καθόλου βία όμως. Κι άρχισα να φεύγω μέσα του. Ήρεμα και σταθερά. Τα χέρια μου μάκραιναν το κορμί και τα πόδια μου γίνονταν όλο και λεπτότερα, καθώς δεν αντιστέκονταν στην κίνηση που με έπαιρνε μαζί της.

Δεν φοβήθηκα, μόνο περίεργη ήμουν. Πού πήγαινα;

Στην αρχή όλα γύρω μου ήταν ευωδιαστά, σαν μυρωδιά κανέλας ανακατεμένη με την βουτυρένια γεύση από τις καραμέλες του παππού, και γλιστερά. Τίποτα δεν εμπόδιζε την κίνηση μου. Εφάρμοζα μέσα της όπως το πόδι μου στην κάλτσα. Ωραία ήταν.

Έπειτα κάτι άρχισε να λαμπυρίζει μπροστά μου, ο χώρος άρχισε να ξεχειλώνει, να μεγαλώνει κι έφτασα κάπου που έμοιαζε με άνοιγμα σπηλιάς. Ψάχτηκα. Όλα τα μέλη μου ήταν στη θέση τους.

Μια κοπέλα στέκονταν στην είσοδο. Είχε μακριά χρυσοκάστανα μαλλιά, σαντάλια στα πόδια της, και κρατούσε στα χέρια κάτι που έμοιαζε με τόξο. Το φόρεμά της έπεφτε με χάρη κι άγγιζε τους τορνευτούς μηρούς της. Κοιτούσε γύρω-γύρω και σε μια στιγμή το βλέμμα της πέρασε από πάνω μου. Είχε αυτά τα τρυφερά ελαφίσια μάτια που μοιάζουν με της μαμάς μου. Της χαμογέλασα. Δε φάνηκε να το πρόσεξε.

Άπλωσε τα χέρια κι ένα ασπριδερό κυνηγόσκυλο ήρθε τρέχοντας και τρίφτηκε στα πόδια της. Ήταν λεπτόσωμο και νευρικό. Γάβγιζε και χοροπηδούσε γύρω της ανυπόμονα. Ήταν ο πολυαγαπημένος της Έκτορας. Αφού του χάιδεψε το κεφάλι, χωρίς να καταφέρει να τον ησυχάσει εντελώς, ξεκίνησαν με γρήγορο βηματισμό και χάθηκαν ανάμεσα στα δένδρα.

Έμεινα για λίγο ακίνητη. Τί έπρεπε να κάνω άραγε; ευχήθηκα από μέσα μου να μπορούσα να τους ακολουθήσω. Και έτσι έγινε.

Ένα ελαφρύ αεράκι με παρέσυρε και τους πήρα το κατόπι. Οι βελανιδιές γύρω μας ήταν καταπράσινες έτσι που να μη λαθεύεις το χρώμα τους με κανένα παραπλήσιο και ο ουρανός, σαν καπάκι από πάνω, ήταν όσο περισσότερο γίνεται μπλε.

Το χέρι μου, καθώς περνούσα μόλις αγγίζοντας τη γη, στάθηκε στο κατακόκκινο κεφαλάκι μιας παπαρούνας που έγερνε ντροπαλά πάνω στον κουνιστό της μίσχο, σαν μετανιωμένη που λαμπροφορέθηκε.

Όλοι οι ήχοι γύρω μου συμπυκνώνονταν σε ένα τραγούδι και η καρδιά μου έμοιαζε να τους διηύθυνε με τον τυμπανιστό της ρυθμό: ντούκου, ντούκου- ντούκου, ντούκου.

Ξαφνικά, σφυρίγματα γέμισαν τον αέρα, ελαφροπάτητα πόδια μας πλησίασαν και ο πρώτος νεαρός που φάνηκε κοντοστάθηκε δίπλα στην κοπέλα.

Άρτεμις, της είπε, από αλλού σε προσμέναμε, κι ο Ήλιος τηρεί με ευλάβεια το πρόγραμμα του- κανέναν δεν περιμένει- ας ξεκινήσουμε το κυνήγι. Γύρισε εκείνη και τους μέτρησε με το σοβαρό της βλέμμα. Είκοσι ήταν όλοι κι όλοι- σερνικοί και θηλυκές, εκτός τα σκυλιά. Μ’ ένα της νεύμα τους έδωσε το πρόσταγμα να ξεκινήσουν. Μόλις είχε ξημερώσει η πέμπτη νύχτα του Μαρτιού. Και η έκτη μέρα του κάθε μήνα της ανήκε ολάκερη.

Οι πέντε κοπέλες που την πλαισίωναν της έμοιαζαν σαν αδερφές.

Μόνο που είχαν τα μαλλιά τους πλεγμένα ψηλά και στους λιγνούς λαιμούς ξέφευγαν χρωματιστές κορδέλες. Ήταν σπαθάτες, ευκίνητες και με δυνατά πρόσωπα, σα να ήταν σμιλεμένα επάνω σε λευκορόδινο μάρμαρο. Τα ρούχα τους τρικύμιζαν σε κάθε κίνηση του κορμιού τους. Από τις ζώνες τους κρέμονταν λεπτά σπαθιά και στους ώμους τους έφεραν μόνο τα τόξα.

Από δίπλα κι αριστερά τους, τις συντρόφευαν καλογυμνασμένοι δούλοι που κουβαλούσαν τις φαρέτρες και κρατούσαν τα κυνηγόσκυλα σε τάξη.

Η χρυσότοξη Άρτεμις, άφηνε τα μικρά ζωάκια, λαγούς και πετούμενα, για τις θεραπαινίδες και τα σγουρόμαλλα αγόρια κι αυτή περίμενε πότε θα οσμιστούν τα σκυλιά της κανέναν κάπρο. Είδαν μπροστά τους τον Αλιάκμονα να χύνεται στον κατήφορο φουρτουνιασμένος. Η κοίτη του είχε γεμίσει απ’ τα νερά που κατέβαιναν από τον χιονισμένο ακόμα Γράμμο.

Όλο και κανένα κούτσουρο περνούσε από μπροστά τους κατρακυλώντας πάνω σε μια ατελείωτη τσουλήθρα.

Μόλις έβαλε το πόδι στο νερό η κυνηγήτρα Θεά, τα νερά παραμέρισαν ήσυχα και τα τσιρόνια στάθηκαν ακίνητα. Τα μάγευε η θεϊκή της φύση. Ξεχύθηκαν όλοι ξοπίσω της για να γλυτώσουν το βρέξιμο.

Ένα σταχτί πουλάρι φάνηκε να έρχεται από πέρα και στάθηκε χλιμιντρίζοντας μπροστά της. Μ’ ένα σάλτο ανέβηκε στην ράχη του και το έσφιξε γερά με τους λαγόνες της.

Κι έπιασαν τα παλληκάρια τους γλυκόλαλους αυλούς και οι νιές το τραγούδι: κόρη-Θεά βγήκε για κυνήγι και η πλάση έλαμψε -πια είναι Ήλιε πιο ωραία η Άρτεμις ή η ελαφίνα; και ο Ήλιος γέλασε, γέλασε και έλαμψε. -Η Άρτεμις είναι ασημένια και η λαφίνα χρυσαφένια!

Δεν απόσωσαν τα λόγια τους και η καλλίπυγη θεά τους έκανε νόημα να σωπάσουν. Κάτι ακροάστηκε που δεν είχε φτάσει ακόμα στα αυτιά των άλλων. Ήταν το χαμηλό γρύλισμα του Έκτορα που είχε οσμιστεί τις πατημασιές κάποιου ζώου. Ξεπέζεψε με προσοχή η Άρτεμις και τέντωσε το τόξο της. Έφυγε συρίζοντας το βέλος και καρφώθηκε με δύναμη στο στήθος ενός αγριεμένου κάπρου που έτρεχε ίσα κατά πάνω τους. Στριφογύρισε ύστερα πονεμένο το άγριο ζώο κι έπεσε ξέπνοο στα πόδια της. Αγέρωχη εκείνη έκανε νεύμα στους δούλους της να το σηκώσουν. Ήταν καλή και η σημερινή μέρα.

Μαζεύτηκαν ευχαριστημένοι γύρω της όλοι κι ετοιμάστηκαν ν’ ανάψουν φωτιά. Ξεπουπούλιασαν με βιάση τα πουλιά που διάλεξαν για προσφάγι και αμέσως μετά η τσίκνα απ’ το καλοψημένο κρέας άρχισε να χαϊδεύεται ηδονικά με τα μόρια του αέρα.

Κάθισα σε μια άκρη και παρακολουθούσα με προσοχή. Ήταν σα να κυνηγούσα κι εγώ μαζί τους. θα ήθελα να ήμουν μεγαλύτερη, θα ήθελα να μη με αγνοούν και να τριγυρνάω στα δάση μαζί τους.

Αυτά σκεφτόμουν όταν ήρθε δίπλα μου η Θεά.

Σε πήρα είδηση από την αρχή μου είπε.

Δεν ξέρω πως βρέθηκες εδώ, και ούτε με νοιάζει.

Μ΄αρέσεις όμως.

Να ρθεις να με βρεις όταν μεγαλώσεις. Μόνο μάζεψε την αλεπού σου, σβήνει με την φουντωτή ουρά της τ’ αχνάρια.

Δεν τη θέλω στα πόδια μου.

Τότε μόνο την πρόσεξα την πονηρή. Είχα μαζί της την πρώτη μου περιπέτεια και είχε βρει τον τρόπο να με ακολουθεί μέχρις εδώ. Δεν μπόρεσα όμως να κάνω τίποτα, με κοίταξε συνωμοτικά, σούφρωσε τη μουσούδα της και εξαφανίστηκε πίσω από ένα θάμνο.

Ακούμπησε ύστερα η λυγερή Θεά την πλάτη της σ’ ένα δένδρο άπλωσε τα πόδι της στα τρυφερά χορτάρια και στοχάζονταν την πρωτινή ζωή της. Τότε που μάλωσε άγρια με τον σκληροτράχηλο Ηρακλή.

Είχε βάλει στο μάτι την πιστή της ελαφίνα. Αυτή μα τα χρυσά κέρατα και τα χάλκινα πόδια. Προσέτρεξε ακόμα και στον δίδυμο αδελφό της τον Απόλλωνα για να τον νουθετήσει. Αγύριστο κεφάλι όμως αυτός, ήθελε να προσφέρει την ξακουστή ελαφίνα, την προστατευμένη απ’ τη Θεά, στον βασιλιά Ευρυσθέα.

Κι όταν τη σημάδεψε με το τόξο του, παρουσιάστηκε στη θέση της η Θεά κι αυτός απόμεινε τρομαγμένος.

Γελούσε ακόμα με την τρομάρα του. Έπρεπε κάθε τόσο οι θνητοί να παίρνουν κι από ένα μάθημα για να σέβονται τους θεούς τους, εύκολα τα μυαλά τους παίρνουν αέρα. Έχουν όμως και το χάζι τους.

-Κι αυτή τη μικρή ποιος αέρας την έφερε τάχατες εδώ; σκέφτηκε χαμογελώντας. Κι άφησε τις Ώρες να το ξεδιαλύνουν.

Το θωρούσε ιερό καθήκον να παρεμβαίνει και να δοκιμάζει τις ζωές των ανθρώπων, ιδίως των μπροστάρηδων, αυτών δηλαδή που διηύθυναν τους πολλούς.

Έτσι έκανε και με τον βασιλιά Αγαμέμνονα. Του ζήτησε, πριν ξεκινήσει ο στόλος με τα γοργοτάξιδα πλοία για την Τροία, να θυσιάσει στο βωμό την κόρη του, την Ιφιγένεια. Όχι ότι της άρεσαν οι σκοτωμοί, αλλά ήθελε να μετρήσει την αφοσίωση του σ’ αυτήν και πόσο αποφασισμένος ήταν να τα δώσει όλα στον αγώνα των Ελλήνων.

Δεν τη διέψευσε, μεγάλος ήταν αρχηγός. Γι αυτό κι αυτή στη θέση της κόρης του, απάνω στο βωμό, έβαλε ένα ελάφι, αυτή ήταν η σφραγίδα της, τα γοργοπόδαρα ελάφια.

Και στο δικό μου το κεφαλάκι σκέψεις ασυγκράτητες χόρευαν κυκλοτερείς χορούς. Είχα λέει ένα μικρό τόξο περασμένο στη μασχάλη, σαντάλια στα πόδια και βέλη μικρά σαν καρφάκια. Έτρεχα κι εγώ μαζί τους κυνηγώντας πεταλούδες, κίτρινες κόκκινες καφετιές.

Μια μεγαλύτερη με πήρε στα φτερά της, με έφερε πίσω και στρογγυλοκάθισα στον καναπέ.

Καιρός ήταν, γιατί μέσα στην όνειρο-περιπέτεια μου είχα μεγαλώσει και τώρα που σας μιλώ κοντεύω τα τρία.

2 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Υπάρχω κι εγώ

bottom of page