top of page

Δέκα χρωματιστά κουρελάκια

Το μικρό κορίτσι με την αλογο-ουρίτσα έπαιζε καθισμένο στα σκαλοπάτια -έξω από το σπίτι της θείας της- με ένα πλήθος από χρωματιστά κουρελάκια, κομμάτια που περίσσεψαν από τα φορέματα που έραβε η μητέρα της. Τα έβαζε με τη σειρά που της άρεσαν. Ήταν δέκα σε αριθμό. Ακριβώς, όσα μέχρι στιγμής είχε καταφέρει να μετράει.

Πρώτα έβαζε αυτά τα φανταχτερά με τα κόκκινα τριαντάφυλλα που περιβάλλονταν από έναν ασημί φράχτη. Προέρχονταν από το φουστάνι που είχε ράψει η μαμά της για μια νιόπαντρη γυναίκα είκοσι δύο χρόνων. Ήταν τα αγαπημένα της. Ανήκαν με τη φαντασία της σε έναν ολάνθιστο κήπο που την περιέβαλλε. Και αυτή στο κέντρο του χόρευε άλλοτε μόνη της και άλλοτε με τις φιλενάδες της λικνιστικούς χορούς. Μουρμούριζε τη μελωδία τους και την άλλαζε κάπου κάπου. Μια ήτανε γρήγορη και γιορταστική και μια μαλακή και ήσυχη.

Έπειτα έρχονταν όλα τα άλλα, τα γκρι, τα πράσινα τα βιολετιά, τα καφέ και στο τέλος-άκρη άκρη- τα μαύρα κουρελάκια. Τα τελευταία είχαν απομείνει από τα φορέματα των γιαγιάδων που φαίνεται ότι ήταν υποχρεωμένες να τα φορούν γιατί είχαν μάθει να μη χαμογελούν συχνά και ούτε να χορεύουν και γι αυτό προτιμούσαν σκοτεινά πράγματα. Μια φορά μόνο είδε ένα παλικάρι, τον Παντελή, να παίρνει μια γιαγιά στον χορό που γινόταν για το πανηγύρι του χωριού τους και της φάνηκε εξαιρετική πράξη, αυτόν θα παντρευόταν όταν μεγάλωνε. Αρκεί, βέβαια, να την περίμενε. Να μη γινόταν γέρος και να μην παντρευόταν με άλλη.

Αυτό το κουρελάκι που είχε τώρα μπροστά της ήταν γκρίζο και ολόιδιο με το τρίχωμα του Ερμή. Ο Ερμής ήταν ένα μικρόσωμο κυνηγητικό σκυλάκι καλυμμένο με γκρίζο- απαλό τρίχωμα και μεγάλα αυτιά. Συνόδευε τον πατέρα της στο κυνήγι των αγριόχοιρων. Στην καθημερινότητά του όμως η κύρια ασχολία του ήταν να παίζει με τα παιδιά. Στριφογύριζε κοντά της και σίγουρα δεν του άρεσε πολύ που ήταν απορροφημένη στα μοναχικά της παιχνίδια και δεν του έριχνε ούτε μία ματιά.

Σκεφτόταν μάλιστα να διακοσμήσει τα κουρελάκια της με μερικά κουμπιά που είχε βρει στο συρτάρι της ντουλάπας της θείας της. Ήταν όμορφα τα κουμπιά, χρυσά, ασημένια, στολισμένα με υπέροχες χρωματιστές πέτρες. Στο διπλανό συρτάρι είχε φορέματα που τα έστελνε η αδερφή της θείας από την Αμερική. Είχαν ωραία χρώματα και πιέτες γύρω-γύρω. Το κίτρινο το είχε βάλει στο μάτι και θα της το ζητούσε όταν θα ήταν λίγο μεγαλύτερη. Και σίγουρα δε θα της χαλούσε το χατήρι.

Ήταν τόσο καλή η θεία της! Όλο χαμογελαστή και καθόλου δεν γκρίνιαζε που ψαχούλευε τα συρτάρια της, σε αντίθεση με τη μαμά της που δεν τους άφηνε τίποτα να αγγίζουν. Μόνο που φορούσε μαύρα γιατί είχε πεθάνει ο άντρας της στον πόλεμο. Το κοριτσάκι προτιμούσε να λέει ή να ακούει, ότι είχε πεθάνει, γιατί ήταν πιο μαλακιά λέξη από το σκοτώθηκε. Το σκοτώθηκε είχε μια αγριάδα, που πλανιόταν στον αέρα όταν το ξεστόμιζες και τη φόβιζε λιγάκι.

Ήταν τόσο απορροφημένη με τα κουρελάκια της που ούτε καν πρόσεξε τη γιαγιά Μαρία που πέρασε από μπροστά της με την ποδιά της ανασηκωμένη ελαφρά, πράγμα που έδειχνε ότι κουβαλούσε μέσα το σιτάρι, μπορεί και λίγο καλαμπόκι, για τις κότες που κακάριζαν ανέμελα στην αυλή. Ούτε τη συνόδευσε, όπως έκανε κάθε μέρα, για να πάρουν νερό με τη στάμνα από μια κοντινή πηγή.

Στην αρχή άκουσε λαχάνιασμα και κατόπιν αγκομαχητά και ύστερα είδε πως κάποιος ερχόταν από τον κοντινό ανηφορικό δρόμο και από το κεφάλι του έσταζαν αίματα. Κατάλαβε ότι ήταν ο πατέρας της. Πίσω του έτρεχε η θεία με κλάματα και πιο πίσω ερχόταν δύο άνθρωποι, άντρας και γυναίκα με μεγάλα ξύλα στα χέρια. Έμεινε κοκαλωμένη. Τι ήταν αυτό; ο πατέρας της ανέβηκε τρέχοντας στο επάνω πάτωμα, ξεκρέμασε το δίκαννο, το ακούμπησε στο περβάζι του παραθύρου και τους σημάδεψε. Δεν τον άφησαν τα αίματα να σκοπεύσει.

Φαίνεται ότι όλα αυτά τα είδε γιατί και αυτή έτρεχε ξοπίσω του.

Δέκα χρωματιστά κουρελάκια

Και αργότερα- όταν σκοτείνιασε- ένιωσε ότι τα πράγματα είχαν γίνει λίγο διαφορετικά. Ένας άγγελος με μεγάλα άσπρα φτερά του πήρε το όπλο από το χέρι και το έβαλε στη θέση του. Είδε, ακόμα, μπροστά στα μάτια της, και το μεγάλο, άγριο κριάρι που τον κυνήγησε, τον έριξε κάτω και τον χτύπησε στο κεφάλι με τα γυριστά του κέρατα.

Και όλα συν τω χρόνω ηρέμησαν, κάπως, στο μυαλό της.

Μόνο ο Ερμής εξαφανίστηκε στο δάσος. Και μια μέρα που περνούσαν από κει καβάλα στα γαϊδουράκια τους, και εκείνη καθισμένη στην αγκαλιά του αγαπημένου της πατέρα, είδαν τα κόκαλά του κάτασπρα να γυαλίζουν στον ήλιο.






14 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Ο Στάθης

Υπάρχω κι εγώ

bottom of page